ζωοτόκος

ζωοτόκος
ος , ον
1) живородящий; 2) бот. образующий глазки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζωοτόκος" в других словарях:

  • ζῳοτόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτόκος — ο (Α ζωοτόκος, ον) αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.) αρχ. ζωοδότης, ζωοπάροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με την αρχ. < ζω(ο) (Ι)* + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος,… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτόκος, -ος — ο αυτός που δε γεννά αβγά, αλλά άρτια όντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζῳοτόκον — ζῳοτόκος masc/fem acc sg ζῳοτόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωιοτόκων — ζῳοτόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτόκοιο — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτόκου — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτόκων — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοτόκῳ — ζωότοκος bringing forth live masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτόκα — ζῳοτόκος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτόκοι — ζῳοτόκος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»